- ἀνακαμπτικός
- ἀνακαμπ-τικός, ή, όν,A returning,
διαυλωνισμός Eust.1107.63
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαυλωνισμός Eust.1107.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνακαμπτικός — returning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακαμπτικός — ή, ό (Μ ἀνακαμπτικός, ή, όν) [ἀνακάμπτω] αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει κάμψη … Dictionary of Greek
ανακάμπτω — (Α ἀνακάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα επάνω ή προς τα πίσω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω (στα αρχ. και μέσ.) νεοελλ. παρακάμπτω αρχ. 1. κάνω κάτι να επιστρέψει, να γυρίσει πίσω 2. περπατώ πάνω κάτω 3. (στη Λογ.) αντιστρέφω… … Dictionary of Greek